- πταίσαντα
- πταίωcause to stumbleaor part act neut nom/voc/acc plπταίωcause to stumbleaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πταίσαντ' — πταίσαντα , πταίω cause to stumble aor part act neut nom/voc/acc pl πταίσαντα , πταίω cause to stumble aor part act masc acc sg πταίσαντι , πταίω cause to stumble aor part act masc/neut dat sg πταίσαντε , πταίω cause to stumble aor part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek